Θέλω να περπατήσω
στην πόλη.
Θέλω να φωτογραφίσω παλιά σπίτια με παλιά πράγματα.
Δε θέλω να βγαίνω με μετακίνηση 6.
Θέλω να βγαίνω με φρικιάρικο φόρεμα και ελευθερία.
Με την κάμερα στο λαιμό, χωρίς άλλο βάρος.
Να ψάχνω παλαιοπωλεία χωρίς την ιδρωμένη μάσκα που έχω σιχαθεί.
Έχω ξεχάσει τα πρόσωπα των αγνώστων. Έχω ξεχάσει τη μορφή κάτω από τη μάσκα τη δική μου.
Στο τέλος του δρόμου έχει μόνο μπάτσους.
Είναι γεμάτο όλο το τετράγωνο από δαύτους,
αλλά στέκονται εκεί τόσο μικροί.
Ο ήλιος με ελαφραίνει, ό,τι αντικρύζω με βαραίνει.
Πάμε στο πάρκο.
Να χωθούμε στον αστικό μικρόκοσμο της φύσης.
Της μαραμένης φύσης. Μας μοιάζει.
Αλλά εκείνη πάντα άντεχε τους κρύους χειμώνες.
Τα άνθη της τα νιώθω ζεστά, σαν το σπίτι μου.
Στο τέλος του δρόμου όμως έχει μόνο μπάτσους.
Θα τους σκίσω τα μάγουλα με το ξεχαρβαλωμένο ποστ-ιτ που λέει το λόγο που είμαι έξω.
Είμαι έξω κύριε για να κλέψω τα κλεμμένα.
Να πάρω πίσω την ανάσα μου, που εσύ και οι από πάνω σου,
κάτω σου, δίπλα σου (;), αρπάξατε με λύσσα.
Μία παθητική λύσσα αντρισμού. Ζόφος.
Ο ήλιος θεραπεύει από την πανδημία.
Κυριακή 18:05.
Οι Κυριακές δεν είναι για καψόνια.
Πάμε για μια μπύρα στην πλατεία.
Υ.Γ.: Φοράτε τις ιδρωμένες σας μάσκες
"Έχω ξεχάσει τα πρόσωπα των αγνώστων. Έχω ξεχάσει τη μορφή κάτω από τη μάσκα τη δική μου."
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ όμορφο κείμενο.Σε νιώθω απόλυτα
Βρε<3
ΑπάντησηΔιαγραφή